- περιτοίχισμα
- το, -ατοςο περίβολος, ο τοίχος γύρω γύρω, η περιτοίχιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτοίχισμα — το, Ν [περιτοιχίζω] 1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο 2. η περιτοίχιση 3. περιτοιχισμένος χώρος … Dictionary of Greek
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία … Dictionary of Greek
περίβολος — ο / περίβολος, ον, ΝΜΑ [περιβάλλω] νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. 1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα 2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα 3. οχύρωμα γύρω … Dictionary of Greek
περίγυρος — ο, Ν 1. αυτός που περιβάλλει κάτι 2. υπερυψωμένη κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό που περιορίζει έναν χώρο, περιτοίχισμα, περίβολος 3. μτφ. το περιβάλλον («κοινωνικός περίγυρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γύρος] … Dictionary of Greek
περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… … Dictionary of Greek
θωράκιο — το 1. προτοίχισμα στο ύψος του θώρακα, σε γέφυρες, εξώστες κτλ., που μας προφυλάγει από πτώση. 2. περιτοίχισμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, παραπέτο. 3. προφυλακτήρας στο λαιμό του ιστού, κόφα. 4. χαμηλό μαρμάρινο χώρισμα ανάμεσα στο Ιερό Βήμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιτοίχιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του περιτοιχίζω, το περιτοίχισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθαίο — το 1. περιτοίχισμα ασφάλειας: Το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στηθαίο της γέφυρας. 2. μέρος πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυχογύρισμα — το, ατος περιτοίχισμα, χτίσιμο τοίχου ολόγυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)